- μονοχρώματος
- μονο-χρώμᾰτος, ον, = foreg., Diph.Siph. ap.Ath.3.90d, Dsc.2.61; of paintings, Plin.HN35.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονοχρώματος — η, ο (Α μονοχρώματος, ον) μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρώματος (< χρῶμα, ατος πρβλ. λευκο χρώματος, πολυ χρώματος] … Dictionary of Greek
μονοχρώματοι — μονοχρώματος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονόχρωμος — η, ο (Α μονόχρωμος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, μονοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek